- ἐπεξάγων
- ἐπεξάγωlead outpres part act masc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επεξάγω — ἐπεξάγω (Α) 1. οδηγώ στράτευμα εναντίον τού εχθρού 2. παρατείνω, επιμηκύνω («τὴν διήγησιν ἐπεξάγων καὶ κυκλούμενος», Πλούτ.) 3. (για γραμμή στρατιωτών ή πλοία) επεκτείνω τη γραμμή τής μάχης … Dictionary of Greek